καθυστερημένος — η, ο βλ. καθυστερώ … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
καθυστερώ — καθυστερώ, καθυστέρησα, καθυστερημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καθυστερώ : η μτχ. καθυστερημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που ήρθε ή έγινε με καθυστέρηση ή διακρίνεται για καθυστέρηση. Η παθητική φωνή είναι σπάνια, εκτός από τη… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανέγκαιρος — (I) η, ο 1. πρόσφατος 2. αχρησιμοποίητος, καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + έγκαιρος]. (II) η, ο [έγκαιρος] 1. αυτός που δεν έγινε έγκαιρα 2. αυτός που άργησε να φθάσει, καθυστερημένος … Dictionary of Greek
αρχέγονος — η, ο (AM ἀρχέγονος, ον) 1. ο παλαιός, ο αρχαίος, ο πρώτος του γένους 2. ο πρωταρχικός νεοελλ. ο πρωτόγονος ή ο καθυστερημένος … Dictionary of Greek
καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο … Dictionary of Greek
κουμπούρα — η 1. βραχύκαννο πυροβόλο όπλο, πιστόλα 2. άνθρωπος καθυστερημένος, παλαιών αντιλήψεων και αμόρφωτος, μπουμπούνας 3. κακός μαθητής, μαθητής συνεχώς αδιάβαστος 4. φρ. «τό έσκασε κουμπούρα» α) έφυγε κρυφά β) δεν πλήρωσε το χρέος του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κουμπούρας — ο [κουμπούρα] 1. αμόρφωτος και καθυστερημένος άνθρωπος 2. κακός μαθητής … Dictionary of Greek
κουτάβι — το (Μ κουτάβι[ν]) 1. το νεογνό τού σκύλου 2. (κατ επέκτ.) το νεογνό λύκου ή αλεπούς νεοελλ. 1. άνθρωπος πνευματικά καθυστερημένος ή αμόρφωτος ή άβγαλτος, απονήρευτος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. κοττάβιον (υποκορ. τού… … Dictionary of Greek
μεσαιωνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεσαίωνα («μεσαιωνική ιστορία») 2. (για άποψη, αντίληψη, σκέψη) καθυστερημένος, οπισθοδρομικός («μεσαιωνική νοοτροπία») 3. φρ. «μεσαιωνικοί χρόνοι» ο μεσαίωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαίων (μεσαίωνας). Η λ.… … Dictionary of Greek